ready$67055$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

ready$67055$ - translation to ελληνικό

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
READY; Ready (Album); Ready (album); Ready (film); Ready (disambiguation); Ready!; Ready (song); Ready (EP)

ready      
adj. έτοιμος, πρόθυμος, εύκολος, γινώμενος
get ready         
ετοιμάζω, παρασκευάζω
ready made         
προκατασκευασμένος

Ορισμός

Ready
·vt To dispose in order.
II. Ready ·superl Offering itself at once; at hand; opportune; convenient; near; easy.
III. Ready ·adv In a state of preparation for immediate action; so as to need no delay.
IV. Ready ·superl On the point; about; on the brink; near;
- with a following infinitive.
V. Ready ·noun Ready money; cash;
- commonly with the; as, he was well supplied with the ready.
VI. Ready ·superl Prepared in mind or disposition; not reluctant; willing; free; inclined; disposed.
VII. Ready ·superl Fitted or arranged for immediate use; causing no delay for lack of being prepared or furnished.
VIII. Ready ·superl A word of command, or a position, in the manual of arms, at which the piece is cocked and held in position to execute promptly the next command, which is, aim.
IX. Ready ·superl Not slow or hesitating; quick in action or perception of any kind; dexterous; prompt; easy; expert; as, a ready apprehension; ready wit; a ready writer or workman.
X. Ready ·superl Prepared for what one is about to do or experience; equipped or supplied with what is needed for some act or event; prepared for immediate movement or action; as, the troops are ready to march; ready for the journey.

Βικιπαίδεια

Ready